- καρολιγγειανός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυναστεία ή στην εποχή τών Καρολιγγείων ή Καρολιγγειανών, οικογένειας Φράγκων αριστοκρατών, η οποία βασίλευσε στη δυτική Ευρώπη στα τέλη τού 8ου και τις αρχές τού 9ου αιώνα («καρολιγγειανή τέχνη»).
Dictionary of Greek. 2013.